Search
Close this search box.

Ιερός Ναός Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερών

Σε ένα λοφίσκο της πάλαι ποτέ βυζαντινής κωμοπόλεως Βήρας, σήμ. Φέρες, βρίσκεται ο βυζαντινός Ναός του 12ου αιώνος αφιερωμένος στην Παναγία την Κοσμοσώτειρα. Ο Ναός σήμερα αποτελεί Ενοριακό Ναό της κωμοπόλεως και κέντρο του ομωνύμου Ιδρύματος των απανταχού Θρακών. Ο Ναός αποτελεί το Καθολικό της πάλαι ποτέ Ιεράς Μονής Παναγίας Κοσμοσώτειρας Βήρας, που ιδρύθηκε από τον σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό το 1151/52. Σήμερα από όλο το συγκρότημα των οικοδομημάτων της Μονής σώζεται μόνο ο Ναός της Κοσμοσώτειρας, τμήμα των τειχών και των πύργων. Η πανήγυρις του Ναού τελείται κάθε χρόνο πανδήμως στις 15 Αυγούστου και έχει καθιερωθεί ως το Παγκόσμιο Προσκύνημα των Θρακών.

Η ιστορία της Μονής της Παναγίας Κοσμοσώτειρας, της βυζαντινής κωμοπόλεως Βήρας, οπότε και της σημερινής πόλεως των Φερών, αρχίζει όταν το έκτο παιδί και τριτότοκος γιός του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκαινας, ο πορφυρογέννητος Ισαάκιος Κομνηνός, σε ηλικία 59 ετών, ήρθε “περί τα χείλη του ποταμού” Έβρου και σε τόπο έρημο “ανθρώπων και οικημάτων” καθίδρυσε “το της Κοσμοσωτείρας και Θεομήτορος φροντιστήριον, ανδρών μοναζόντων“. 
 

Ήταν το έτος 6.660 από κτίσεως κόσμου κατά την 15η Ινδικτιώνα, δηλαδή από 1ης Σεπτεμβρίου 1151 μέχρι 31ης Αυγούστου 1152 μετά Χριστόν. 
 
Με εμπειρία κτήτορος, αφού σε νεαρότερη ηλικία είχε ανακαινίσει ριζικά την Μονή της Χώρας και τον Ναό του Αγίου Στεφάνου του Αυρηλιανού στην Κωνσταντινούπολη, έρχεται κοντά στις εκβολές του Έβρου τον οποίο ονομάζει Μαρίτζα, και στον τόπο αυτό που ήταν γεμάτος φίδια και σκορπιούς και που λεγόταν βηρός, δηλαδή βαλτόνερα, οικοδομεί με βαθιά ευλάβεια ένα ολόκληρο οχυρωμένο μοναστηριακό συγκρότημα, το οποίο παίρνει από την περιοχή το όνομά του: “Μονή της Βήρας, Παναγία η Κοσμοσώτειρα“. 
 
Το μοναστηριακό συγκρότημα ήταν το φιλόδοξο εγχείρημα ενός ηγεμόνα, μέλους της αυτοκρατορικής οικογένειας και προδίδει άπλετα την πληθωρική προσωπικότητα του επιδέξιου στρατηγού, ποιητού, φιλόσοφου, θεολόγου και μαθηματικού κτήτορά του. Περιλαμβάνει το κεντρικό καθολικό αφιερωμένο στη Κοσμοσώτειρα Θεομήτορα με περιμετρικές πτέρυγες κελλιών, περίπου 40 για τους μοναχούς.
 
 
Οι κεντρικές αυτές εγκαταστάσεις περικλείονται με ένα τοίχος που στην νοτιοδυτική γωνία του έχει πύργο για τα σήμαντρα. Σήμερα διατηρείται καλύτερα αυτός ο πύργος, ύψους 8 μέτρων τετράγωνος εξωτερικά και κυκλικός εσωτερικά. Στην εσωτερική αυλή υπήρχαν και άλλα κτίρια ακόμα η τράπεζα των μοναχών, το σκευοφυλάκιο, το βεστιάριο και το συγκρότημα των λουτρών. Τρείς πύλες οδηγούσαν στην δεύτερη, την εσωτερική αυλή που ήταν και εκείνη τειχισμένη με περίφραξη. Η κύρια πύλη βρισκόταν βόρεια, μία ήταν στα ανατολικά και μία στα δυτικά. Από την ανατολική πύλη μπορούσαν να μπαίνουν στην Μονή και οι γυναίκες, μα μόνο στον εξωτερικό αυλόγυρο και μόνο τρεις φορές τον χρόνο. Εκεί στον εξωτερικό περίβολο υπήρχαν, σε θέση που παραμένει ασαφής σε μας, δεύτερος ναός αφιερωμένος στον Άγιο Προκόπιο, βιβλιοθήκη, σκευοφυλάκιο, βεστιάριο, ξενώνας, λουτρά, δεσποτικό διαμέρισμα, και κάποια ακόμη διαμερίσματα για φιλοξενία επισήμων. Όμως το κυριότερο κτίσμα του εξωτερικού περιβόλου ήταν το γηροκομείο ή νοσοκομείο. Ακόμη, υπήρχαν εδώ οι στάβλοι, τα εργαστήρια και οι μεγάλες αποθήκες. Πιο πέρα από τον εξωτερικό περίβολο βρισκόταν, με δική του περίφραξη και παρεκκλήσιο, το νεκροταφείο των μοναχών.
 
Βορειοδυτικά της Μονής και σε άμεση σχέση μ’ αυτήν ήταν το υδραγωγείο, έργο το οποίο έγινε “με πολύ ιδρώτα και δαπανώντας πολλά νομίσματα“. Η κατασκευή του υδραγωγείου εξασφάλιζε νερό για τη στέρνα η οποία τροφοδοτούσε την κρήνη της Μονής αλλά και εκείνη του οικισμού. Σήμερα, κάθετα επάνω στον χείμαρρο με το βυζαντινό όνομα Σαμία, διατηρούνται δυο ακέραιες καμάρες και μία μισή, απομεινάρια του μεγάλου εκείνου έργου. Το πλάτος του υδραγωγείου είναι 1,30 μ., τα δε τόξα του είναι χτισμένα με ζωηρούς κόκκινους πλίνθους, έχουν άνοιγμα 7 μ. και ύψος 5 μ. και παρουσιάζουν στην κορυφή τους ελαφριά θλάση όπως τα αραβικά. Η μεταξύ των τόξων τοιχοποιία είναι με επιμέλεια κατασκευασμένη από κανονικούς πωρόλιθους με πλίνθους να παρεμβάλλονται στους οριζόντιους αρμούς.
Ο πορφυρογέννητος Ισαάκιος Κομνηνός γεννήθηκε το 1093 μ.Χ. Από τον πατέρα του Αλέξιο έλαβε τον τίτλο του “καίσαρα”. Ο Ισαάκιος υπήρξε χωρίς αμφιβολία μια από τις πιό ενδιαφέρουσες και πολύπλευρες προσωπικότητες της οικογενείας των Κομνηνών. Επιδέξιος στρατηγός αλλά και άνθρωπος των γραμμάτων και της τέχνης ασχολήθηκε εντατικά με την ποίηση, τη θεολογία, και τη φιλοσοφία, αλλά και με μακρόπνοα εκκλησιαστικά και κοινωφελή έργα. Έτσι ο Θεόδωρος Πρόδρομος τον αποκαλεί, ανάμεσα σε άλλα, ικανό «…και στρατηγείν άμα και επιστατείν ποιήμασι και φιλοσοφείν».  
 

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1118, στη διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στην πρωτότοκη, γνωστή ιστοριογράφο, Άννα και τον τριτότοκο Ιωάννη, ο Ισαάκιος τάχθηκε με το μέρος του αδελφού του. Γι’ αυτό ο Ιωάννης μετά την αναγόρευση του, τον προήγαγε σε “σεβαστοκράτορα”. Η συνεργασία και η αγάπη των δύο αδελφών δεν κράτησε πολύ. Το 1123 και πριν ακόμα από το θάνατο της μητέρας του Ειρήνης, ο Ισαάκιος, σε ηλικία 30 ετών, άνδρας ψηλός, μεγαλόπρεπος και τολμηρός· καθώς ήταν “ερωτευμένος με τη βασιλεία και τον έτρωγε η επιθυμία να περιβληθεί το στέμμα“, οργάνωσε συνωμοσία ενάντια στον αδελφό του, ο οποίος έλειπε σε εκστρατεία κατά των Τούρκων και απέβλεπε στην κατάληψη του θρόνου. Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε, ο Ιωάννης Β’ αναβάλλοντας τις επιχειρήσεις επέστρεψε, ενώ ο Ισαάκιος για να μην συλληφθεί, διέφυγε.  
 
Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια τα πέρασε πλάνητας στην Ανατολή, ανάμεσα στον εμίρη της Καππαδοκίας, στον δούκα της Τραπεζούντας, στον σουλτάνο του Ικονίου, στον πρίγκιπα της αρμενικής Κιλικίας και στον λατίνο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, προσπαθώντας με την βοήθεια όλων αυτών να ανατρέψει τον αδελφό του Ιωάννη και να περιβληθεί ο ίδιος την πορφύρα. Μόνο μετά τις σημαντικές νίκες του Ιωάννη Β’ στη Μικρά Ασία το 1138, απογοητευμένος από τις άκαρπες προσπάθειες του, ζήτησε τη συμφιλίωση με τον Ιωάννη και ο ανεξίκακος αδελφός του με μεγάλη ευχαρίστηση και ανοιχτόκαρδα τον δέχτηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με το γιο του. Τον επόμενο κιόλας χρόνο μπλέχτηκε πάλι σε μηχανορραφίες για την κατάληψη του θρόνου, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 1140 στην Ηράκλεια του Πόντου.  
 
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του αδελφού του αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ το 1143, τον θρόνο κατέλαβε ο ανεψιός του Μανουήλ Γ’, αφήνοντας για μια ακόμα φορά τις φιλοδοξίες και τα όνειρα του Ισαακίου ανεκπλήρωτα. Ο Μανουήλ συγχώρεσε τον θείο του, τον απάλλαξε από την εξορία και τον κράτησε κοντά του με τον ίδιο τίτλο του σεβαστοκράτορα και μάλιστα τον πήρε μαζί του στη πρώτη του εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας η στάση του Ισαακίου στο νέο αυτοκράτορα και ανεψιό του δεν ήταν ολότελα φωτισμένη. Όταν από λάθος διαδόθηκε ότι ο Μανουήλ σκοτώθηκε, ο Ισαάκιος έσπευσε να αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτωρ. Μόνο μετά το 1150, ίσως με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων κάποιας αρρώστιας του, σε ηλικία 50 ετών, κόπασε αυτή η φιλαρχία του.  
 
Το 1151/2 κατά το παράδειγμα των γονέων του και του αδελφού του, ο Ισαάκιος αποφασίζει να ιδρύσει ένα πρότυπο μοναστήρι. Η υγεία του είναι πιά κλονισμένη, αναλογίζεται τον θάνατο που πλησιάζει, αναπολεί την ζωή του και την πολιτική του δράση συνυφασμένη με συνεχείς συνωμοσίες και παράνομες πράξεις κι αποφασίζει να αναπτύξει τις πνευματικές του δραστηριότητες και να μεριμνήσει για την σωτηρία της ψυχής του. “…αλλ’ ώσπερ διατελέσας τον παρελθόντα του βίου μου δίαυλον οία περ άγονον και αναίσθητον βλάστημα, οψέποτε μόγις της μακράς αμυδρώς και χειρίστης συνήθειας ανένευσα ως εκκάρου βαθέος της αγνωσίας… προς κουφισμον τινά και συγχώρησιν των απείρων απειράκις αμαρτημάτων μου… ιερόν της θεομήτορος εκαίνισα συν Θεώ φροντιστήριον…“. 
 
Πέρα από την καθαρά εκκλησιαστική σημασία της πράξεως αυτής, η ίδρυση της Κοσμοσώτειρας στο συγκεκριμένο τόπο είχε συγχρόνως και πολιτικοοικονομικό και στρατιωτικό χαρακτήρα. Η θέση της Βήρας δίπλα στην Εγνατία οδό και κοντά στην κορυφή του δέλτα του Έβρου διαλέχτηκε ακριβώς για τους λόγους αυτούς. Στην απέναντι κωμόπολη Κύψελα (σημ. Ipsala της Τουρκίας) κατέληγε η Εγνατία που ξεκινούσε από το Δυρράχιο της Ηπείρου και ένωνε την Ανατολή με την Δύση. Στο δέλτα κατέληγε η οδός που έφερνε τα εμπορεύματα από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Αδριανούπολη και από εκεί μέσο της κοίτης του ποταμού κατέληγαν στο Αιγαίο. Έτσι στα βόρεια και δυτικά υψώματα που δεσπόζουν αυτής της περιοχής και της εύφορης νότιας πεδιάδας, έρχεται ο Ισαάκιος και χτίζει μια οχυρωμένη Μονή. Γύρω από την Μονή σχεδιάζει αμέσως και ένα οικισμό, όπου συγκεντρώνονται οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Ο σεβαστοκράτορας δαπάνησε για τα κύρια κτίσματά της Μονής σχεδόν ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία του. Ο ίδιος προσωπικά, αν και βαριά άρρωστος, ακουμπισμένος στο ραβδί του, πήγαινε και παρακολουθούσε τις εργασίες της οικοδόμησης με κάθε λεπτομέρεια. 
 
Πέθανε λίγο μετά το 1152, αφού ολοκλήρωσε και συγγραφή του Τυπικού της Mονής της Βήρας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε προετοιμάσει, στο νάρθηκα του ναού της Mονής Χώρας, ένα πολυτελή τύμβο για να δεχτεί το σκήνωμά του, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη και προτίμησε να ταφεί στην Κοσμοσώτειρα, στη Βήρα, μακριά από τη Βασιλεύουσα, όπως η περιπετειώδης ζωή του τον κράτησε μακριά της όσο ζούσε. Γι’ αυτό μετέφερε τον τύμβο στη Mονή της Κοσμοσώτηρας στη Βήρα, όπου και πραγματικά τάφηκε στο αριστερό μέρος του νάρθηκά της. Πάνω από τον τάφο του τοποθετήθηκε η εξής επιγραφή, πιθανώς συνταχθείσα από τον ίδιο, που φυλάσσεται σήμερα στο Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρουπόλεως: 
 
Αίσθησιν εμπικραίνων ή και καρδιαν αλλ’ ω βραβευτά των καλών των ενθάδε και πάλιν αυτά λαμβάνων επάν θέλης ως στάχυν, ως μάργαρoν, ως γλυκύ μέλι ταις αποθήκαις τούτον θησαυρίσαις ως ευθαλές τι δένδρον εις τρύφης πεδον καφυτεύσαις σον λάτριν τον δεσπότην“.
 
Μετάφραση: “Εσύ που πικραίνεις κάθε αίσθηση αλλά και την καρδιά, που βραβεύεις τις καλές πράξεις αυτού του κόσμου, και τις υπολογίζεις όπως θέλεις, σαν στάχυ, σαν μαργαριτάρι, σαν γλυκό μέλι, αποθησαύρισε στη βασιλεία σου, σαν ανθισμένο δένδρο σε ευφρόσυνη κοιλάδα και φύτευσε εκεί αυτόν τον άρχοντα που σε λάτρευσε“.
 
Σήμερα ο νάρθηκας του καθολικού με τον τάφο δεν υπάρχουν παρά μόνο η ως άνω πλάκα. 
 
Τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού, ο γιος του Ανδρόνικος Κομνηνός έγινε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως το 1183 ήρθε στη Θράκη, “τα Κύψελα καταλαμβάνει και τοις εκείσε κυνηγεσίαις ενευφρανθείς, κατά την πατρώαν αφικνείται Mονήν την εν Βήρα διακειμένην και τω του φυσάντος εφίσταται μνήματι“.
Ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός, όπως έκαναν η μητέρα του Ειρήνη Δούκαινα και ο αδελφός του Ιωάννης, συντάσσει κι αυτός Τυπικό της μονής που έκτισε στη Βήρα, κανονίζοντας με κάθε δυνατή λεπτομέρεια όλη την εσωτερική ζωή και δραστηριότητα των μοναχών της.
 

Το κείμενο του Τυπικού, το οποίο σε γενικές γραμμές ακολουθεί το Τυπικό της Μονής της Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη, μας αποκαλύπτει μια ποιητική διάσταση της προσωπικότητος του Ισαακίου και συγχρόνως φιλοσοφική. Πίσω από τον πολιτικό, διπλωμάτη και στρατηγό, κρύβεται ένας καλλιτέχνης που η αισθητική του έκφραση αναζητά διαρκώς την αρμονία σε πρόσωπα και πράγματα, χωρίς να λησμονεί την πραγματικότητα της ζωής. “Ικανός και στρατηγείν άμα και επιστατείν ποιήμασι και φιλοσοφείν“. Ο Ισαάκιος στο Τυπικό του ανακήρυσσε την Μονή “ολότελα ελεύθερη, αυτοδέσποτη, ιδιοδέσποτη“, χωρίς να υπάγεται σε καμία εξουσία, είτε βασιλική είτε πατριαρχική, αλλά και χωρίς να ορίζει κανένα Έφορό της απ’ τη γενιά του και τους κληρονόμους του. Το μοναστήρι έγινε κοινόβιο και έπρεπε οι μοναχοί να τρώνε σε τράπεζα όλοι μαζί το ίδιο φαγητό, να πίνουν το ίδιο κρασί, να φορούν τα ίδια ρούχα και παπούτσια, χωρίς εξαίρεση ούτε για τον ηγούμενο, μόνο για τους αρρώστους μοναχούς μπορούσε να κανονιστεί μια ιδιαίτερη δίαιτα. 
 
Ο αριθμός των μοναχών οριζόταν σε πενήντα για την υμνωδία και εικοσιτέσσερεις ακόμα, για τα διάφορα διακονήματα της Μονής, συνολικά σε 74. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο ο αριθμός των μοναχών, όσο η θεάρεστη πολιτεία των ολίγων. Αυστηρός και έμπειρος ο σεβαστοκράτορας, όριζε πως οι μοναχοί δεν έπρεπε να είναι ευνούχοι, αλλά άνδρες όχι κάτω των 30 χρόνων. Μια εξαίρεση μπορούσε να γίνει για τους συγγενείς των ήδη μοναχών, που επέτρεπε να είναι κάτω των 30 αλλά άνω των 26 χρόνων. Νέοι κάτω των 24 ετών δεν έπρεπε να αναστρέφονται στο μοναστήρι έστω κι αν ήταν συγγενείς του ηγούμενου ή των μοναχών. Σε κάθε κελλί θα έμεναν δύο μοναχοί, για ορισμένους όμως μπορούσε να διατάξει ο ηγούμενος να μείνουν ένας – ένας.  
 
Ενώ ο Ισαάκιος όριζε να γίνεται κάθε μέρα άφθονη διανομή αγαθών στον πυλώνα της Μονής, απαγόρευσε να γίνεται αυτό και στις γυναίκες. “Όχι, γράφει, γιατί μισούμε το γυναικείο φύλο, κάθε άλλο, αλλά γιατί θέλουμε να απομακρύνουμε τη διαφαινόμενη βλάβη των μοναχών απ’ την προσέλευση των γυναικών“. Διανομή αγαθών και στις γυναίκες επιτρεπόταν μόνο κατά την πανήγυρη του Μοναστηριού στην επέτειο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και κατά την επέτειο του μνημοσύνου του, καθώς όριζε ο Ισαάκιος. Επίσης απαγόρευσε να μπαίνουν στο μοναστήρι γυναίκες εκτός από τις ημέρες των γιορτών της Κοιμήσεως, του Ευαγγελισμού και της Γεννήσεως της Θεοτόκου, οπότε μπορούσαν να πάνε να προσκυνήσουν στο ναό. 
 
Ο ηγούμενος της μονής έπρεπε να εκλέγεται από όλη την αδελφότητα, να χειροτονείται από τον μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως και να παύεται απ’ αυτόν όταν υπήρχαν καταγγελίες των μοναχών για συγκεκριμένα λάθη του. Θα ήταν συγχρόνως και ο πνευματικός της Μονής αλλά θα όριζε επίσης κι άλλους μοναχούς “επιτηδείους στο να δέχονται λογισμούς“. Γενικά ο ηγούμενος ήταν πανίσχυρος μέσα στο μοναστήρι καθώς μάλιστα δεν υπήρχε και Έφορος της Μονής. Είχε δικαίωμα να έχει πλοιάρια στη Μαρίτζα, ικανά για αλιεία αλλά και χρήσιμα για να μεταφέρονται οι μοναχοί στην Αίνο. 
 
Για το νοσοκομείο στον περίβολο της Μονής, δυναμικότητος 36 κλινών, όριζε στο Τυπικό του ο Ισαάκιος να υπάρχει ένας γιατρός που μένει μέσα στη Μονή και ένας κληρικός που να λειτουργεί στο ιδιαίτερο ναΐδιο του χώρου για τους ασθενείς. Συγκινητική είναι η προτροπή του ιδρυτή, να προσέχουν οι αρμόδιοιώστε να μη μένει “ούτε μια ώρα άδειο ένα κρεβάτι που κάποιος δυστυχισμένος με αγωνία ζητούσε να καταλάβει“. 
 
Ο σεβαστοκράτορας προικοδότησε το μοναστήρι της Βήρας με τα απέραντα κτήματα από γονική κληροδοσία που είχε στην Αίνο και όρισε και κείνα, από όσα είχε παραχωρήσει στους αυλικούς του, να περιέρχονται μετά το θάνατό τους στην αγαπημένη του Κοσμοσώτειρα. Επίσης παραχώρησε στο μοναστήρι ως μετόχι, το ναό του Αγ. Στεφάνου του Αυρηλιανού με τα κτίσματά του, που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του σεβαστοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Τρεις μοναχοί της Κοσμοσώτειρας έπρεπε να μένουν στον Αγ. Στέφανο για τη θρησκευτική υπηρεσία του ναού αλλά και για να φιλοξενούν τους αδελφούς τους της Βήρας, όταν θα έρχονται για υποθέσεις της Μονής στην Βασιλεύουσα. Ακόμη, με ιδιαίτερο χρυσόβουλο κληροδοτεί στη Μονή της Βήρας και ιδιόκτητα πλοία, που μπορούσαν να προσορμίζονται στο λιμάνι της Μονής Βήρας, ίσως σε κάποιο από τα ανοίγματα του Έβρου με το δέλτα προς το θρακικό πέλαγος. 
 
O σεβαστοκράτορας ως κτήτορας, έχει την απαίτηση και ζητάει από τους μοναχούς να τον μνημονεύουν κάθε μέρα στις προσευχές τους για να συγχωρέσει ο Θεός τις πολλές αμαρτίες του. “Ω Θεού μήτερ και δέσποινα, ρύσαις τον προσελθόντα σοι δούλον σου και κτήτορα Ισαάκιον τη προς τον σον υιόν μεσιτεία σου της μελλούσης κολάσεως, εγκολπωσαμένη τούτον ταις αχράντοις ωλέναις σου“. Όπως και με αυστηρότητα αξίωνε από τους μοναχούς και τους κατά καιρόν ηγουμένους να μη τολμήσουν ποτέ να απεικονίσουν την μορφή του, είτε μέσα στο μοναστήρι είτε έξω, προσθέτοντας πως θα τον έχουν αντίδικο στη μέλλουσα κρίση, αν κάνουν κάτι τέτοιο.
 
  • Α. Αρχιτεκτονική. 
    Οι διαστάσεις του Ναού είναι: το μέσο μήκος του 23 μέτρα και το μέσο πλάτος του 17 μέτρα. Η αναλογία του πλάτους προς το μήκος είναι 3/4. Το ύψος του τρούλου είναι 17 μέτρα, ήτοι η αναλογία του πλάτους προς το ύψος είναι 1/1. Δηλαδή, πρόκειται περί ενός κτίσματος μεσαίου μεγέθους, με αναλογίες που στην αρχαιότητα συμβόλιζαν ένα ιδανικό σχήμα και κατ’ επέκτασιν την αρμονία του κόσμου. 
     

    Το άνοιγμα των κεντρικών θόλων του σταυρού είναι 7 μέτρα. Επίσης 7 μέτρα είναι και το μήκος των θόλων του μεσαίου κλίτους ενώ το μήκος των εγκαρσίων κεραιών του σταυρού είναι το μισό της διαστάσεως του κατακόρυφου κλίτους, ήτοι 3,5 μέτρα. Η διάμετρος του δωδεκάπλευρου εξωτερικά τρούλου είναι πάλι 7 μέτρα. Η αρχιτεκτονική σύνθεση έγινε με σκοπό ο κύριος κάθετος άξονας του ναού, ανατολή – δύση, να επαναλαμβάνει τρεις φορές το κεντρικό τετράγωνο βάσης του τρούλου 7+7+7, ενώ ο εγκάρσιος άξονας, βορράς – νότος, να επαναλαμβάνει δεξιά κι αριστερά του τετραγώνου της βάσης του τρούλου, την μισή διάστασή του 3,5+7+3,5 μέτρα. 
     
    Η μεγάλη διάμετρος του τρούλου και το μέγεθός του δημιουργεί ωθήσεις ισχυρές που οι αρχιτέκτονες τις αντιμετώπισαν με καλαίσθητα ζεύγη κιόνων, εσωτερικά στην περιοχή εισόδου με τους παχύτερους εξωτερικούς τοίχους στην περιοχή του ιερού και με τις ελαφρές αντηρίδες βόρεια, νότια και δυτικά. 
     
    Ακόμη, ο μεγάλος τρούλος είναι διάτρητος από παράθυρα και χωρισμένος εσωτερικά σε βεργία που μεγαλώνουν προοπτικά το ύψος του και ενοποιούν το κάθετο τύμπανο με τον ημισφαιρικό θόλο ώστε να αγκαλιάζουν τελικά όλο το χώρο του κτίσματος. 
     
    Η αρχιτεκτονική βούληση θέλει να δημιουργήσει στον ναό την εντύπωση ενός ενιαίου σχεδόν τετραγώνου. Και αυτό το καταφέρνει κυρίως στη δυτική πλευρά, εφ’ όσον στην ανατολική οι κόγχες της προθέσεως και του διακονικού δεν βοηθούν στην εντύπωση αυτή. Γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, οι αρχιτέκτονες του ναού μεταχειρίστηκαν τον δικιόνιο τύπο. Σύμφωνα μ’ αυτόν δημιουργείται ένα ευρύτερο άνοιγμα του χώρου στο δυτικό τμήμα του ναού που δεν δυσκολεύει το μάτι να φθάσει μέχρι τους πλαϊνούς του τοίχους. 
     
    Τέσσερις οκτάπλευροι εσωτερικά τρουλίσκοι, δορυφόροι του κεντρικού μεγάλου τρούλου, κατασκευάστηκαν για να ελαφρύνουν το βάρος του χωρίς να τον κρύψουν, αλλά και για να καλύψουν τις σκληρές γωνίες του λοιπού οικοδομήματος. Αυτοί εσωτερικά δημιούργησαν τέσσερα διαμερίσματα που κυρίως στο δυτικό τμήμα του ναού, παρουσίασαν την ανάγκη ανάμεσα στο μεσαίο και στα πλάγια κλίτη να δημιουργηθούν τόξα με άνοιγμα ίσο με το πλάτος των γωνιακών αυτών διαμερισμάτων. 
     
    Τα τόξα αυτά ήσαν όμως πολύ μικρότερα από το μήκος του κυλινδρικού αυτού θόλου, δεν αρκούσε η μία σειρά κιόνων. Έτσι τοποθετήθηκαν οι δύο κίονες για να διπλασιαστεί η επιφάνεια που θα εδράζεται ο θόλος. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο κύριος χώρος από την είσοδο μέχρι το τέμπλο παίρνει ένα σχεδόν τετράγωνο σχήμα, στο οποίο κυριαρχεί έκκεντρα ο τρούλος και σ’ αυτόν ανοίγεται η μεγάλη αψίδα του ιερού. Έτσι, η αρχιτεκτονική του κτίσματος υλοποιεί τη γνωστή θεολογική ερμηνεία: ο εισερχόμενος στον ορθόδοξο ναό, προσπαθεί αναζητώντας τον Οικοδεσπότη Θεό να προσηλώσει το βλέμμα του σ’ Αυτόν. Ο τρούλος, κατοικητήριο του Θεού, δεν μπορεί να συγκρατήσει το ανθρώπινο βλέμμα που αναγκάζεται να κατέβει χαμηλότερα, κατ’ ευθείαν απέναντι στην ανατολική αψίδα, όπου πιο απαλά δέχεται την εναγώνια αναζήτηση του Θεού από τον άνθρωπο. Δια μέσου της μεσιτείας της Πλατυτέρας από την κορυφή της ανατολικής αψίδας φτάνει στη βάση της, στο επίπεδο της γης, όπου επάνω στην Αγία Τράπεζα ο Θεός παρουσιάζεται ορατός με τα είδη του άρτου και του οίνου να προσφέρεται στους ανθρώπους “προς κοινωνίαν”. Έτσι τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της Κοσμοσώτηρας με την ορθόδοξη θεολογική ερμηνεία τους, δίνουν εξωτερικά ένα μεσαίου μεγέθους οικοδόμημα που αναδιπλώνεται εσωτερικά σ’ ένα οίκο του Θεού με αρμονικό χαρακτήρα. 
     
    Β. Γλυπτική. 
    Ολόκληρο το οικοδόμημα περιτρέχει εσωτερικά μια διακοσμητική ταινία στο ύψος γεννήσεως των ημικυλινδρικών καμαρών. Παρόμοια ταινία υπάρχει και στη βάση του τύμπανου του τρούλου. Πλουσιότερο όμως γλυπτικό διάκοσμο εμφανίζουν τα κιονόκρανα του ναού. Τέσσερις συνολικά, ανά δύο ζεύγη, οι κίονες έχουν ύψος 3,60 μ. Αποτελούνται από βαθμιδωτή βάση, αρράβδωτο κυλινδρικό κορμό από στιλβωμένο σκοτεινόχρωμο μάρμαρο και επάνω κιονόκρανο με άβακα. Τα αρχικά κιονόκρανα ανήκουν στο λεβητοειδή τύπο και κοσμούνται με ανθέμια. Από τους Τούρκους καλύφθηκαν με γύψινη επένδυση και έγιναν βαριά και άκομψα. Σήμερα από το ένα ζεύγος αφαιρέθηκε ο γύψος και αποκαλύφθηκαν τα αρχικά μαρμάρινα κιονόκρανα. Από το γλυπτό διάκοσμο του μαρμάρινου βυζαντινού τέμπλου του ναού ελάχιστα μόνο λείψανα βρέθηκαν. Πρόκειται για τμήματα από τα επιστήλια του τέμπλου που κι αυτά κοσμούνται με ανθέμια. 
     
    Γ. Τοιχογραφίες. 
    Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του Ναού από ορισμένο ύψος και πάνω, καθώς και οι επιφάνειες των θόλων καλυπτόταν από τοιχογραφίες. Μετά την αφαίρεση του σοβά με τον οποίο οι Τούρκοι τις κάλυψαν, σήμερα διακρίνονται χαμηλότερα, δύο επισκοπικές πομπές που καταλήγουν στις επισκοπικές μορφές του ιερού. Πιο πάνω σε μικρότερη κλίμακα ακολουθούν προφήτες και μορφές από την Παλαιά Διαθήκη. Κορμοί με παρόμοιες μορφές καλύπτουν ψηλότερα και τα τύμπανα του μεσαίου και εγκαρσίου κλίτους. Στην κεντρική περιοχή του νοτιοδυτικού γωνιακού τρούλου από τα υπάρχοντα λείψανα της παλαιάς τοιχογραφίας μπορούμε να συμπεράνουμε ότι υπήρχε παράσταση του Χριστού. Ενώ στην αντίστοιχη περιοχή του βορειοδυτικού τρούλου σώζεται, πιθανότατα πάνω από την παλαιά θέση του ταφικού μνημείου του κτήτορα Ισαακίου Κομνηνού, μια αιθέρια παράσταση της Θεοτόκου. Δεν είναι εξακριβωμένο αν αυτή η παράσταση της Θεοτόκου σε συνδυασμό με την αντίστοιχη του Χριστού είναι η ίδια που περιγράφει ο σεβαστοκράτορας στο Τυπικό του “…με πολλή θαυμαστή τέχνη έχουν εικονισθεί ο υπεράγαθος Χριστός και η Θεομήτωρ και Κοσμοσώτηρα, έχουν δε απεικονισθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται ότι είναι εικόνες ζωντανές και λίγο λείπει να μιλήσουν γλυκά σ’ αυτούς που τις κοιτάζουν…”. 
     
    Γενικά οι μορφές των τοιχογραφιών παρουσιάζονται πλατειές με στρογγυλά πρόσωπα και με απλή φωτοσκίαση, εμφανίζουν υπερβολικό ρεαλισμό, κάτι που δεν χαρακτηρίζει συνήθως τις βυζαντινές αγιογραφίες. Κατά το Φώτη Κόντογλου οι τοιχογραφίες της Κοσμοσώτειρας διακρίνονται από πολύ “λαϊκό πνεύμα”. 
     
    Πάνω από τη ζώνη με τις επισκοπικές πομπές, ανάμεσα στα μικρά κατώτερα παράθυρα των τυμπάνων του εγκάρσιου κλίτους, διακρίνονται παραστάσεις στρατιωτικών αγίων. Ειπώθηκε σε αρχαιολογικό συνέδριο η άποψη ότι οι παραστάσεις αυτές είναι της οικογενείας των Κομνηνών, τελείως λαθεμένη κατά την γνώμη μας, τόσο επειδή αντίκειται στην πρακτική της βυζαντινής αγιοκατάταξης των κτιτορικών μορφών, όσο και στην επιθυμία του Ισαακίου όπως περιγράφεται στο Τυπικό του, όπου μετά δακρύων παρακαλεί να μην απεικονίσουν την μορφή του πουθενά και ποτέ στη Μονή της Βήρας. 

Εί­ναι το πα­λαι­ό­τε­ρο έμ­βλη­μα που υ­πάρ­χει στην πε­ρι­ο­χή μας από την βυζαν­τι­νή ε­πο­χή. Βρί­σκε­ται εντοιχισμένο στο νο­τι­ο­α­να­το­λι­κό ε­ξω­τε­ρι­κή πλευρά της τοιχοποιΐας του Ναού. Ο μονοκέφαλος αετός ήταν σύμβολο της Δυναστείας των Κομνηνών της Τραπεζούντας. 
 

Η Ε­λέ­νη Γλύ­κατ­ζη-Αρβελέρ, διακεκριμένη Βυζαντινολόγος και Πρύτανις του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, γρά­φει:­«… η ύ­παρ­ξη στο νο­τι­ο­α­να­το­λι­κό ε­ξω­τε­ρι­κό τείχος του να­ού, ε­νός κε­ρα­μι­κού α­να­γλύ­φου που πα­ρι­στά τον μο­νο­κέ­φα­λο α­ε­τό, σύμ­βο­λο της αυ­το­κρα­το­ρί­ας και των αυ­το­κρα­τό­ρων μέ­χρι το 1261, μαρτυρεί ό­τι στη μο­νή της Κο­σμο­σώ­τει­ρας εν­τα­φι­ά­στη­κε πράγ­μα­τι μέ­λος της βα­σι­λι­κής οι­κο­γέ­νειας και α­πο­τε­λεί ι­σχυ­ρή έν­δει­ξη ό­τι έ­χου­με ε­δώ μαυσωλεί­ο της οι­κο­γε­νεί­ας των Κο­μνη­νών».
Μετάβαση στο περιεχόμενο